επιλεπω

επιλεπω
    ἐπιλέπω
    ἐπι-λέπω
    снимать кору, обдирать
    

(δάφνης ὄζον σιδήρῳ HH.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επιλεπω" в других словарях:

  • επιλέπω — ἐπιλέπω (Α) αφαιρώ τον φλοιό …   Dictionary of Greek

  • ἐπέλεψε — ἐπιλέπω strip of bark aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»